- κυμάτισμα
- το , κυμάτισμός ο волнение, колыхание; волнообразное движение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κυμάτισμα — το [κυματίζω] κυματισμός*, κυματοειδής κίνηση … Dictionary of Greek
κυμάτισμα — το, ατος και κυματισμός, ο κυματοειδής κίνηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανέμισμα — το ατoς 1. το αέρισμα, το κυμάτισμα: Η μάχη συνεχιζόταν, αλλά και το ανέμισμα της σημαίας στο κοντάρι του φρουρίου. 2. το λίχνισμα: Είχαν αρχίσει στα αλώνια το ανέμισμα του σταριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυματισμός — ο βλ. κυμάτισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)